Μια φορά κι έναν καιρό...

Εκτός από τα γούτσου-γούτσου, τις αυτοκόλλητες καρδούλες,
την αισθητική ¨αρκουδάκι¨, τα κιτσ πηδήματα στις τουαλέτες, την ελαφρότητα των λόγων, υπάρχει η βαρύτητα των συναισθημάτων και ο μύθος «της Ψυχής και του Έρωτα»
Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μακρινό τόπο ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα απέκτησαν τρεις κόρες. Η πιο όμορφη από όλες ήταν η Ψυχή. Τόσο ξακουστή ήταν η ομορφιά της, που άνδρες από όλα τα μέρη της γης μαζεύτηκαν για να θαυμάσουν τη νέα γυναίκα. H Αφροδίτη εξοργίστηκε από την προσοχή που έδιναν σε μια απλή, θνητή γυναίκα και όχι στην ίδια και δηλητηρίασε τις καρδιές των μνηστήρων της Ψυχής, με αποτέλεσμα να μην την θέλει κανείς από φόβο.
Αναζητώντας να μάθει τι είχε συμβεί, ο βασιλιάς συμβουλεύτηκε το μαντείο. Η Αφροδίτη του έδωσε την απάντηση ότι η κόρη του ήταν προορισμένη να παντρευτεί ένα τέρας που προξενούσε φόβο ακόμη και στον Δία. Διέταξε τον τρομαγμένο βασιλιά να ντύσει την κόρη του με ρούχα πένθους και να την οδηγήσει σε μια απομακρυσμένη βουνοκορφή, όπου θα γινόταν ο καταραμένος γάμος της.
Η Ψυχή, ντυμένη με νεκρικά ρούχα και με τη συνοδεία πένθιμης μουσικής, μαζί με τους γονείς της που θρηνούσαν, οδηγήθηκε στην κορυφή του βουνού για την παράξενη γαμήλια τελετή.
Μόνη και τρομαγμένη, απέμεινε η Ψυχή να περιμένει. Ξαφνικά ένας απαλός άνεμος, ο Ζέφυρος, την ανασήκωσε και τη μετέφερε μέσα σ’ ένα ευωδιαστό λιβάδι μπροστά στην πύλη ενός χρυσού παλατιού, απίστευτα όμορφου και γεμάτου θησαυρούς. Μπήκε μέσα και αθόρυβα άρχισε να περιπλανιέται. Σε μια πολυτελή κάμαρα αόρατα χέρια την πλησίασαν, την έλουσαν, την έντυσαν, της προσέφεραν υπέροχα φαγητά και όλων των ειδών τις ανέσεις.
Γρήγορα ένιωσε άνετα μέσα στο πολυτελές περιβάλλον του παλατιού και έπεσε σε ύπνο βαθύ. Μόνο που ξάφνου τα μεσάνυχτα την ξύπνησε μια ανδρική φωνή... Της είπε λόγια πολλά ψιθυριστά στο αυτί, από αυτά που συνηθίζουν οι εραστές και την αγκάλιασε με απίστευτη τρυφερότητα. Αφέθηκε μαζί του στη γλύκα της επαφής μια γυμνής αγκαλιάς. Αλλά όταν ο ανδρισμός του γεύτηκε απαλά την υγρή της ήβη και τα χείλη της άφησαν σαν ανάσα μια κραυγή αυτός τη ρώτησε:
-Είσαι μαζί μου;
-Μόνο με σένα τόσο. Ποτέ και με κανέναν άλλο έτσι, του απάντησε.
Αυτό ήταν το σύνθημα για μια λυσσασμένη παλινδρομική κίνηση στα βαθιά, εκεί που γεννιούνται τα κύματα της άγριας ηδονής. Και όσο της έκανε έρωτα με τον πιο διεγερτικό και ευγενή τρόπο, που άλλαζε βίαια στα ξαφνικά, τόσο πιο πολύ αυτή καιγόταν μέσα της αναζητώντας ακόμη περισσότερη τη φωτιά.
Όταν η νύχτα του πάθους τους τέλειωσε, ο επισκέπτης της είπε επίσημα ότι ήταν πλέον ο σύζυγος της. Όλα όσα έβλεπε ήταν δικά της μα με έναν όρο... Δεν θα έπρεπε πότε να τον δει. Αυτή ήταν η κατάρα τους αν ήθελαν να συνέχιζαν να χαίρονται ο ένας τον άλλον κάθε βράδυ .
Στην αρχή όλα ήταν καλά. Ο καιρός περνούσε με τον τρελό και παθιασμένο έρωτα τα βράδια. Ο μυστηριώδης εραστής εξαφανίζονταν λίγο προτού ξημερώσει. Μα η Ψυχή που έμενε ολομόναχη τη μέρα ήταν αλλιώς μαθημένη, γι’ αυτό άρχισε να αισθάνεται δυστυχισμένη. Με δάκρυα και παρακάλια και όλα τα γυναικεία τερτίπια έπεισε τον άνδρα να έρθουν για λίγο καιρό οι αδελφές της, να την συντροφέψουν. Πράγματι ήρθαν οι αδελφές της και χάρηκε πολύ η Ψυχή. Όμως η ζήλεια μπήκε ανάμεσα τους. Την φθόνησαν την αδελφή τους και δεν σταματούσαν να της βάζουν λόγια. Με τα πολλά κατάφεραν να την πείσουν για την παλιά προφητεία της Αφροδίτης, πως τάχα φίδι τρομερό ήταν ο εραστής της που θα την έτρωγε, όταν γεννιόταν το παιδί που είχε στα σπλάχνα της. Βασανίστηκε πολύ πριν πάρει η Ψυχή την απόφαση, μα ήταν μικρή και παρασύρθηκε... Πίστεψε πως πρέπει να κόψει το λαιμό του τέρατος, να απαλλαγεί. Έτσι μια νύχτα όταν ο εραστής της στα πόδια της έγειρε να αποκοιμηθεί, άναψε ένα λυχνάρι να αντικρύσει το τέρας και να το θανατώσει. Και τότε κοκάλωσε... Μπροστά της είχε τον ίδιο τον Έρωτα, τον φτερωτό θεό. Μετανιωμένη και ντροπιασμένη για τη ευπιστία και την αφέλεια της στα λόγια των αδελφών της, στην ταραχή της έσπρωξε το λυχνάρι και μια σταγόνα καυτό λάδι έπεσε στο στήθος του κοιμισμένου άνδρα της. Αλαφιασμένος τότε ξύπνησε ο θεός και αντίκρισε την απιστία. Ατέλειωτα πικραμένος άνοιξε τα φτερά του για να φύγει. Μα αρπάζεται από την άκρη του ποδιού του η Ψυχή και υψώνεται μαζί του πάνω από τα σύννεφα. Δεν αντέχει όμως την κούραση και την περιφρόνηση του εραστή της για την προδοσία της. Πάνω στην απελπισία της αφέθηκε να πέσει στις ρεματιές. Μα η Μοίρα που την προστάτευε δεν θα της επέτρεπε να σκοτωθεί. Σε αντάλλαγμα την καταδίκασε να βλέπει μέσα της. Και αυτή είδε κατάματα έρωτα και πάθος παράφορο και τότε γνώρισε τη απώλεια και την απόγνωση...
Από τότε λένε πως όταν χάσεις κάτι τότε μόνο αναγνωρίζεις πόσο σου λείπει.
Ποτέ δεν αντιλαμβάνεσαι το μέγεθος του όταν το ζεις.
Κι ο μύθος συνεχίζεται, μιλά για τα βασανιστήρια που υποβάλλεται η Ψυχή από την Θλίψη και την Έγνοια, τις έμπιστες δούλες της Αφροδίτης, τις περιπέτειες της με τον Ύπνο και άλλες δοκιμασίες.
Σ’ ένα άπειρο σύμπαν που αντανακλά τις ζωές μας, που θαμπώνουν τα μάτια μας με την αρμονία του, η Ψυχή αναζητά να ξαναβρεί τον Έρωτα της, μαζί να φέρουν στον κόσμο τον καρπό της αγάπης τους: την Ηδονή.
την αισθητική ¨αρκουδάκι¨, τα κιτσ πηδήματα στις τουαλέτες, την ελαφρότητα των λόγων, υπάρχει η βαρύτητα των συναισθημάτων και ο μύθος «της Ψυχής και του Έρωτα»
Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα μακρινό τόπο ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα απέκτησαν τρεις κόρες. Η πιο όμορφη από όλες ήταν η Ψυχή. Τόσο ξακουστή ήταν η ομορφιά της, που άνδρες από όλα τα μέρη της γης μαζεύτηκαν για να θαυμάσουν τη νέα γυναίκα. H Αφροδίτη εξοργίστηκε από την προσοχή που έδιναν σε μια απλή, θνητή γυναίκα και όχι στην ίδια και δηλητηρίασε τις καρδιές των μνηστήρων της Ψυχής, με αποτέλεσμα να μην την θέλει κανείς από φόβο.
Αναζητώντας να μάθει τι είχε συμβεί, ο βασιλιάς συμβουλεύτηκε το μαντείο. Η Αφροδίτη του έδωσε την απάντηση ότι η κόρη του ήταν προορισμένη να παντρευτεί ένα τέρας που προξενούσε φόβο ακόμη και στον Δία. Διέταξε τον τρομαγμένο βασιλιά να ντύσει την κόρη του με ρούχα πένθους και να την οδηγήσει σε μια απομακρυσμένη βουνοκορφή, όπου θα γινόταν ο καταραμένος γάμος της.
Η Ψυχή, ντυμένη με νεκρικά ρούχα και με τη συνοδεία πένθιμης μουσικής, μαζί με τους γονείς της που θρηνούσαν, οδηγήθηκε στην κορυφή του βουνού για την παράξενη γαμήλια τελετή.
Μόνη και τρομαγμένη, απέμεινε η Ψυχή να περιμένει. Ξαφνικά ένας απαλός άνεμος, ο Ζέφυρος, την ανασήκωσε και τη μετέφερε μέσα σ’ ένα ευωδιαστό λιβάδι μπροστά στην πύλη ενός χρυσού παλατιού, απίστευτα όμορφου και γεμάτου θησαυρούς. Μπήκε μέσα και αθόρυβα άρχισε να περιπλανιέται. Σε μια πολυτελή κάμαρα αόρατα χέρια την πλησίασαν, την έλουσαν, την έντυσαν, της προσέφεραν υπέροχα φαγητά και όλων των ειδών τις ανέσεις.
Γρήγορα ένιωσε άνετα μέσα στο πολυτελές περιβάλλον του παλατιού και έπεσε σε ύπνο βαθύ. Μόνο που ξάφνου τα μεσάνυχτα την ξύπνησε μια ανδρική φωνή... Της είπε λόγια πολλά ψιθυριστά στο αυτί, από αυτά που συνηθίζουν οι εραστές και την αγκάλιασε με απίστευτη τρυφερότητα. Αφέθηκε μαζί του στη γλύκα της επαφής μια γυμνής αγκαλιάς. Αλλά όταν ο ανδρισμός του γεύτηκε απαλά την υγρή της ήβη και τα χείλη της άφησαν σαν ανάσα μια κραυγή αυτός τη ρώτησε:
-Είσαι μαζί μου;
-Μόνο με σένα τόσο. Ποτέ και με κανέναν άλλο έτσι, του απάντησε.
Αυτό ήταν το σύνθημα για μια λυσσασμένη παλινδρομική κίνηση στα βαθιά, εκεί που γεννιούνται τα κύματα της άγριας ηδονής. Και όσο της έκανε έρωτα με τον πιο διεγερτικό και ευγενή τρόπο, που άλλαζε βίαια στα ξαφνικά, τόσο πιο πολύ αυτή καιγόταν μέσα της αναζητώντας ακόμη περισσότερη τη φωτιά.
Όταν η νύχτα του πάθους τους τέλειωσε, ο επισκέπτης της είπε επίσημα ότι ήταν πλέον ο σύζυγος της. Όλα όσα έβλεπε ήταν δικά της μα με έναν όρο... Δεν θα έπρεπε πότε να τον δει. Αυτή ήταν η κατάρα τους αν ήθελαν να συνέχιζαν να χαίρονται ο ένας τον άλλον κάθε βράδυ .
Στην αρχή όλα ήταν καλά. Ο καιρός περνούσε με τον τρελό και παθιασμένο έρωτα τα βράδια. Ο μυστηριώδης εραστής εξαφανίζονταν λίγο προτού ξημερώσει. Μα η Ψυχή που έμενε ολομόναχη τη μέρα ήταν αλλιώς μαθημένη, γι’ αυτό άρχισε να αισθάνεται δυστυχισμένη. Με δάκρυα και παρακάλια και όλα τα γυναικεία τερτίπια έπεισε τον άνδρα να έρθουν για λίγο καιρό οι αδελφές της, να την συντροφέψουν. Πράγματι ήρθαν οι αδελφές της και χάρηκε πολύ η Ψυχή. Όμως η ζήλεια μπήκε ανάμεσα τους. Την φθόνησαν την αδελφή τους και δεν σταματούσαν να της βάζουν λόγια. Με τα πολλά κατάφεραν να την πείσουν για την παλιά προφητεία της Αφροδίτης, πως τάχα φίδι τρομερό ήταν ο εραστής της που θα την έτρωγε, όταν γεννιόταν το παιδί που είχε στα σπλάχνα της. Βασανίστηκε πολύ πριν πάρει η Ψυχή την απόφαση, μα ήταν μικρή και παρασύρθηκε... Πίστεψε πως πρέπει να κόψει το λαιμό του τέρατος, να απαλλαγεί. Έτσι μια νύχτα όταν ο εραστής της στα πόδια της έγειρε να αποκοιμηθεί, άναψε ένα λυχνάρι να αντικρύσει το τέρας και να το θανατώσει. Και τότε κοκάλωσε... Μπροστά της είχε τον ίδιο τον Έρωτα, τον φτερωτό θεό. Μετανιωμένη και ντροπιασμένη για τη ευπιστία και την αφέλεια της στα λόγια των αδελφών της, στην ταραχή της έσπρωξε το λυχνάρι και μια σταγόνα καυτό λάδι έπεσε στο στήθος του κοιμισμένου άνδρα της. Αλαφιασμένος τότε ξύπνησε ο θεός και αντίκρισε την απιστία. Ατέλειωτα πικραμένος άνοιξε τα φτερά του για να φύγει. Μα αρπάζεται από την άκρη του ποδιού του η Ψυχή και υψώνεται μαζί του πάνω από τα σύννεφα. Δεν αντέχει όμως την κούραση και την περιφρόνηση του εραστή της για την προδοσία της. Πάνω στην απελπισία της αφέθηκε να πέσει στις ρεματιές. Μα η Μοίρα που την προστάτευε δεν θα της επέτρεπε να σκοτωθεί. Σε αντάλλαγμα την καταδίκασε να βλέπει μέσα της. Και αυτή είδε κατάματα έρωτα και πάθος παράφορο και τότε γνώρισε τη απώλεια και την απόγνωση...
Από τότε λένε πως όταν χάσεις κάτι τότε μόνο αναγνωρίζεις πόσο σου λείπει.
Ποτέ δεν αντιλαμβάνεσαι το μέγεθος του όταν το ζεις.
Κι ο μύθος συνεχίζεται, μιλά για τα βασανιστήρια που υποβάλλεται η Ψυχή από την Θλίψη και την Έγνοια, τις έμπιστες δούλες της Αφροδίτης, τις περιπέτειες της με τον Ύπνο και άλλες δοκιμασίες.
Σ’ ένα άπειρο σύμπαν που αντανακλά τις ζωές μας, που θαμπώνουν τα μάτια μας με την αρμονία του, η Ψυχή αναζητά να ξαναβρεί τον Έρωτα της, μαζί να φέρουν στον κόσμο τον καρπό της αγάπης τους: την Ηδονή.